- εὐκαταπάλαιστος
- εὐκατα-πάλαιστος [πᾰ], ον,A easy to throw in wrestling, EM400.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκαταπάλαιστος — εὐκαταπάλαιστος, ον (Α) αυτός που καταβάλλεται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παλαιστος (< κατα παλαίω), πρβλ. α κατα πάλαιστος] … Dictionary of Greek
εὐκαταπάλαιστος — easy to throw in wrestling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)